Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἑνδεκαταῖος
ἑνδέκατος
ἑνδεκάχορδος
ἑνδεκαχῶς
ἑνδεκήρης
ἐνδελέχεια
ἐνδελεχέω
ἐνδελεχής
ἐνδελεχίζω
ἐνδελεχισμός
ἔνδεμα
ἐνδέμω
ἐνδεξιόομαι
ἐνδέξιος
ἐνδεόντως
ἐνδέρω
ἐνδέρως
ἔνδεσις
ἔνδεσμα
ἐνδεσμεύω
ἐνδεσμέω
View word page
ἔνδεμα
thing bound on
ShortDef
thing bound on
Debugging
Headword:
ἔνδεμα
Headword (normalized):
ἔνδεμα
Headword (normalized/stripped):
ενδεμα
IDX:
29834
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29835
Key:
Data
{'content': 'thing bound on'}