Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑνδεκάμετρον
ἑνδεκάμηνος
ἑνδεκαούγκιον
ἑνδεκάπηχυς
ἑνδεκάπους
ἑνδεκάς
ἑνδεκασύλλαβος
ἑνδεκαταῖος
ἑνδέκατος
ἑνδεκάχορδος
ἑνδεκαχῶς
ἑνδεκήρης
ἐνδελέχεια
ἐνδελεχέω
ἐνδελεχής
ἐνδελεχίζω
ἐνδελεχισμός
ἔνδεμα
ἐνδέμω
ἐνδεξιόομαι
ἐνδέξιος
View word page
ἑνδεκαχῶς
in eleven ways

ShortDef

in eleven ways

Debugging

Headword:
ἑνδεκαχῶς
Headword (normalized):
ἑνδεκαχῶς
Headword (normalized/stripped):
ενδεκαχως
IDX:
29827
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29828
Key:

Data

{'content': 'in eleven ways'}