Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑνδεκακρούματος
ἑνδεκάμετρον
ἑνδεκάμηνος
ἑνδεκαούγκιον
ἑνδεκάπηχυς
ἑνδεκάπους
ἑνδεκάς
ἑνδεκασύλλαβος
ἑνδεκαταῖος
ἑνδέκατος
ἑνδεκάχορδος
ἑνδεκαχῶς
ἑνδεκήρης
ἐνδελέχεια
ἐνδελεχέω
ἐνδελεχής
ἐνδελεχίζω
ἐνδελεχισμός
ἔνδεμα
ἐνδέμω
ἐνδεξιόομαι
View word page
ἑνδεκάχορδος
eleven-stringed

ShortDef

eleven-stringed

Debugging

Headword:
ἑνδεκάχορδος
Headword (normalized):
ἑνδεκάχορδος
Headword (normalized/stripped):
ενδεκαχορδος
IDX:
29826
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29827
Key:

Data

{'content': 'eleven-stringed'}