Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀκουόντως
ἀκούρευτος
ἄκουρος
ἀκουσείω
ἀκουσία
ἀκουσιάζομαι
ἀκουσίθεος
Ἀκουσίλαος
ἀκούσιμος
ἄκουσις
ἄκουσμα
ἀκουσματικός
ἀκουστέον
ἀκουστήριον
ἀκουστής
ἀκουστικός
ἀκουστός
ἀκουτίζω
ἀκούω
ἄκρα
ἀκράαντος
View word page
ἄκουσμα
a thing heard
ShortDef
a thing heard
Debugging
Headword:
ἄκουσμα
Headword (normalized):
ἄκουσμα
Headword (normalized/stripped):
ακουσμα
IDX:
2976
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2977
Key:
Data
{'content': 'a thing heard'}