Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκουάζομαι
Ἀκουῖνος
ἀκουόντως
ἀκούρευτος
ἄκουρος
ἀκουσείω
ἀκουσία
ἀκουσιάζομαι
ἀκουσίθεος
Ἀκουσίλαος
ἀκούσιμος
ἄκουσις
ἄκουσμα
ἀκουσματικός
ἀκουστέον
ἀκουστήριον
ἀκουστής
ἀκουστικός
ἀκουστός
ἀκουτίζω
ἀκούω
View word page
ἀκούσιμος
fit to be heard

ShortDef

fit to be heard

Debugging

Headword:
ἀκούσιμος
Headword (normalized):
ἀκούσιμος
Headword (normalized/stripped):
ακουσιμος
IDX:
2974
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2975
Key:

Data

{'content': 'fit to be heard'}