Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐνάρμοστος
ἔναρξις
ἐναροκτάντας
ἔναρος
ἐναρόω
Ἐναρσφόρος
ἐναρτάω
ἐνάρχομαι
ἔναρχος
ἑνάς
ἐνασελγαίνω
ἐνασκέω
ἐνασμενίζω
ἐνασπάζομαι
ἐνασπίδιος
ἐνασπιδόομαι
ἐναστράπτω
ἔναστρος
ἐνασχημονέω
ἐνασχολέω
ἐναταῖος
View word page
ἐνασελγαίνω
behave lewdly
ShortDef
behave lewdly
Debugging
Headword:
ἐνασελγαίνω
Headword (normalized):
ἐνασελγαίνω
Headword (normalized/stripped):
ενασελγαινω
IDX:
29731
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29732
Key:
Data
{'content': 'behave lewdly'}