Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐναρμογή
ἐναρμόζω
ἐναρμόνιος
ἐνάρμοσις
ἐνάρμοστος
ἔναρξις
ἐναροκτάντας
ἔναρος
ἐναρόω
Ἐναρσφόρος
ἐναρτάω
ἐνάρχομαι
ἔναρχος
ἑνάς
ἐνασελγαίνω
ἐνασκέω
ἐνασμενίζω
ἐνασπάζομαι
ἐνασπίδιος
ἐνασπιδόομαι
ἐναστράπτω
View word page
ἐναρτάω
fasten on
ShortDef
fasten on
Debugging
Headword:
ἐναρτάω
Headword (normalized):
ἐναρτάω
Headword (normalized/stripped):
εναρταω
IDX:
29727
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29728
Key:
Data
{'content': 'fasten on'}