Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐναρκτικός
ἐναρμογή
ἐναρμόζω
ἐναρμόνιος
ἐνάρμοσις
ἐνάρμοστος
ἔναρξις
ἐναροκτάντας
ἔναρος
ἐναρόω
Ἐναρσφόρος
ἐναρτάω
ἐνάρχομαι
ἔναρχος
ἑνάς
ἐνασελγαίνω
ἐνασκέω
ἐνασμενίζω
ἐνασπάζομαι
ἐνασπίδιος
ἐνασπιδόομαι
View word page
Ἐναρσφόρος
Enarophorus
ShortDef
Enarophorus
Debugging
Headword:
Ἐναρσφόρος
Headword (normalized):
ἐναρσφόρος
Headword (normalized/stripped):
εναρσφορος
IDX:
29726
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29727
Key:
Data
{'content': 'Enarophorus'}