Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐναρκέω
ἐναρκτικός
ἐναρμογή
ἐναρμόζω
ἐναρμόνιος
ἐνάρμοσις
ἐνάρμοστος
ἔναρξις
ἐναροκτάντας
ἔναρος
ἐναρόω
Ἐναρσφόρος
ἐναρτάω
ἐνάρχομαι
ἔναρχος
ἑνάς
ἐνασελγαίνω
ἐνασκέω
ἐνασμενίζω
ἐνασπάζομαι
ἐνασπίδιος
View word page
ἐναρόω
plough in

ShortDef

plough in

Debugging

Headword:
ἐναρόω
Headword (normalized):
ἐναρόω
Headword (normalized/stripped):
εναροω
IDX:
29725
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29726
Key:

Data

{'content': 'plough in'}