Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐναριθμητέος
ἐναρίθμιος
ἐνάριθμος
ἐναρικύμων
ἐναρίμβροτος
ἐναριστάω
ἐναρκέω
ἐναρκτικός
ἐναρμογή
ἐναρμόζω
ἐναρμόνιος
ἐνάρμοσις
ἐνάρμοστος
ἔναρξις
ἐναροκτάντας
ἔναρος
ἐναρόω
Ἐναρσφόρος
ἐναρτάω
ἐνάρχομαι
ἔναρχος
View word page
ἐναρμόνιος
in accord

ShortDef

in accord

Debugging

Headword:
ἐναρμόνιος
Headword (normalized):
ἐναρμόνιος
Headword (normalized/stripped):
εναρμονιος
IDX:
29719
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29720
Key:

Data

{'content': 'in accord'}