Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐναρθρόομαι
ἔναρθρος
ἐνάρθρωσις
ἐναρίζω
ἐναριθμέω
ἐναρίθμησις
ἐναριθμητέος
ἐναρίθμιος
ἐνάριθμος
ἐναρικύμων
ἐναρίμβροτος
ἐναριστάω
ἐναρκέω
ἐναρκτικός
ἐναρμογή
ἐναρμόζω
ἐναρμόνιος
ἐνάρμοσις
ἐνάρμοστος
ἔναρξις
ἐναροκτάντας
View word page
ἐναρίμβροτος
man-slaying
ShortDef
man-slaying
Debugging
Headword:
ἐναρίμβροτος
Headword (normalized):
ἐναρίμβροτος
Headword (normalized/stripped):
εναριμβροτος
IDX:
29713
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29714
Key:
Data
{'content': 'man-slaying'}