Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐνάρθμιος
ἐναρθρόομαι
ἔναρθρος
ἐνάρθρωσις
ἐναρίζω
ἐναριθμέω
ἐναρίθμησις
ἐναριθμητέος
ἐναρίθμιος
ἐνάριθμος
ἐναρικύμων
ἐναρίμβροτος
ἐναριστάω
ἐναρκέω
ἐναρκτικός
ἐναρμογή
ἐναρμόζω
ἐναρμόνιος
ἐνάρμοσις
ἐνάρμοστος
ἔναρξις
View word page
ἐναρικύμων
prolific
ShortDef
prolific
Debugging
Headword:
ἐναρικύμων
Headword (normalized):
ἐναρικύμων
Headword (normalized/stripped):
εναρικυμων
IDX:
29712
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29713
Key:
Data
{'content': 'prolific'}