Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐναργυρόω
ἐναρδεύω
Ἐνάρεες
ἐνάρετος
ἐναρηφόρος
ἐνάρθμιος
ἐναρθρόομαι
ἔναρθρος
ἐνάρθρωσις
ἐναρίζω
ἐναριθμέω
ἐναρίθμησις
ἐναριθμητέος
ἐναρίθμιος
ἐνάριθμος
ἐναρικύμων
ἐναρίμβροτος
ἐναριστάω
ἐναρκέω
ἐναρκτικός
ἐναρμογή
View word page
ἐναριθμέω
to reckon in

ShortDef

to reckon in

Debugging

Headword:
ἐναριθμέω
Headword (normalized):
ἐναριθμέω
Headword (normalized/stripped):
εναριθμεω
IDX:
29707
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29708
Key:

Data

{'content': 'to reckon in'}