Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνάργημα
ἐναργής
ἐναργυρίζω
ἐναργυρόω
ἐναρδεύω
Ἐνάρεες
ἐνάρετος
ἐναρηφόρος
ἐνάρθμιος
ἐναρθρόομαι
ἔναρθρος
ἐνάρθρωσις
ἐναρίζω
ἐναριθμέω
ἐναρίθμησις
ἐναριθμητέος
ἐναρίθμιος
ἐνάριθμος
ἐναρικύμων
ἐναρίμβροτος
ἐναριστάω
View word page
ἔναρθρος
jointed

ShortDef

jointed

Debugging

Headword:
ἔναρθρος
Headword (normalized):
ἔναρθρος
Headword (normalized/stripped):
εναρθρος
IDX:
29704
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29705
Key:

Data

{'content': 'jointed'}