Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνάργεια
ἐνάργημα
ἐναργής
ἐναργυρίζω
ἐναργυρόω
ἐναρδεύω
Ἐνάρεες
ἐνάρετος
ἐναρηφόρος
ἐνάρθμιος
ἐναρθρόομαι
ἔναρθρος
ἐνάρθρωσις
ἐναρίζω
ἐναριθμέω
ἐναρίθμησις
ἐναριθμητέος
ἐναρίθμιος
ἐνάριθμος
ἐναρικύμων
ἐναρίμβροτος
View word page
ἐναρθρόομαι
to be articulated by

ShortDef

to be articulated by

Debugging

Headword:
ἐναρθρόομαι
Headword (normalized):
ἐναρθρόομαι
Headword (normalized/stripped):
εναρθροομαι
IDX:
29703
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29704
Key:

Data

{'content': 'to be articulated by'}