Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀκοσμία
ἄκοσμος
ἀκοστάω
ἀκοστή
ἄκοτος
ἀκουάζομαι
Ἀκουῖνος
ἀκουόντως
ἀκούρευτος
ἄκουρος
ἀκουσείω
ἀκουσία
ἀκουσιάζομαι
ἀκουσίθεος
Ἀκουσίλαος
ἀκούσιμος
ἄκουσις
ἄκουσμα
ἀκουσματικός
ἀκουστέον
ἀκουστήριον
View word page
ἀκουσείω
long to hear
ShortDef
long to hear
Debugging
Headword:
ἀκουσείω
Headword (normalized):
ἀκουσείω
Headword (normalized/stripped):
ακουσειω
IDX:
2969
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2970
Key:
Data
{'content': 'long to hear'}