Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἔναρα
ἐνάραξις
ἐναράομαι
ἐναραρίσκω
ἐναράσσω
ἐνάργεια
ἐνάργημα
ἐναργής
ἐναργυρίζω
ἐναργυρόω
ἐναρδεύω
Ἐνάρεες
ἐνάρετος
ἐναρηφόρος
ἐνάρθμιος
ἐναρθρόομαι
ἔναρθρος
ἐνάρθρωσις
ἐναρίζω
ἐναριθμέω
ἐναρίθμησις
View word page
ἐναρδεύω
irrigate
ShortDef
irrigate
Debugging
Headword:
ἐναρδεύω
Headword (normalized):
ἐναρδεύω
Headword (normalized/stripped):
εναρδευω
IDX:
29698
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29699
Key:
Data
{'content': 'irrigate'}