Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀκόσμητος
ἀκοσμία
ἄκοσμος
ἀκοστάω
ἀκοστή
ἄκοτος
ἀκουάζομαι
Ἀκουῖνος
ἀκουόντως
ἀκούρευτος
ἄκουρος
ἀκουσείω
ἀκουσία
ἀκουσιάζομαι
ἀκουσίθεος
Ἀκουσίλαος
ἀκούσιμος
ἄκουσις
ἄκουσμα
ἀκουσματικός
ἀκουστέον
View word page
ἄκουρος
without male heir
ShortDef
without male heir
Debugging
Headword:
ἄκουρος
Headword (normalized):
ἄκουρος
Headword (normalized/stripped):
ακουρος
IDX:
2968
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2969
Key:
Data
{'content': 'without male heir'}