Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐναποτελέω
ἐναποτέμνω
ἐναποτήκω
ἐναποτίθεμαι
ἐναποτίκτω
ἐναποτιμάω
ἐναποτίνω
ἐναποτυπόομαι
ἐναποφέρω
ἐναποχράομαι
ἐναπόχρησις
ἐναποψάω
ἐναποψύχω
ἐνάπτω
ἔναρα
ἐνάραξις
ἐναράομαι
ἐναραρίσκω
ἐναράσσω
ἐνάργεια
ἐνάργημα
View word page
ἐναπόχρησις
peculation

ShortDef

peculation

Debugging

Headword:
ἐναπόχρησις
Headword (normalized):
ἐναπόχρησις
Headword (normalized/stripped):
εναποχρησις
IDX:
29684
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29685
Key:

Data

{'content': 'peculation'}