Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐναποσφραγίζω
ἐναποτελέω
ἐναποτέμνω
ἐναποτήκω
ἐναποτίθεμαι
ἐναποτίκτω
ἐναποτιμάω
ἐναποτίνω
ἐναποτυπόομαι
ἐναποφέρω
ἐναποχράομαι
ἐναπόχρησις
ἐναποψάω
ἐναποψύχω
ἐνάπτω
ἔναρα
ἐνάραξις
ἐναράομαι
ἐναραρίσκω
ἐναράσσω
ἐνάργεια
View word page
ἐναποχράομαι
abuse

ShortDef

abuse

Debugging

Headword:
ἐναποχράομαι
Headword (normalized):
ἐναποχράομαι
Headword (normalized/stripped):
εναποχραομαι
IDX:
29683
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29684
Key:

Data

{'content': 'abuse'}