Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐναποστέγω
ἐναποστηρίζομαι
ἐναποσφάττομαι
ἐναποσφραγίζω
ἐναποτελέω
ἐναποτέμνω
ἐναποτήκω
ἐναποτίθεμαι
ἐναποτίκτω
ἐναποτιμάω
ἐναποτίνω
ἐναποτυπόομαι
ἐναποφέρω
ἐναποχράομαι
ἐναπόχρησις
ἐναποψάω
ἐναποψύχω
ἐνάπτω
ἔναρα
ἐνάραξις
ἐναράομαι
View word page
ἐναποτίνω
to spend on law in

ShortDef

to spend on law in

Debugging

Headword:
ἐναποτίνω
Headword (normalized):
ἐναποτίνω
Headword (normalized/stripped):
εναποτινω
IDX:
29680
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29681
Key:

Data

{'content': 'to spend on law in'}