Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκοσμέω
ἀκόσμητος
ἀκοσμία
ἄκοσμος
ἀκοστάω
ἀκοστή
ἄκοτος
ἀκουάζομαι
Ἀκουῖνος
ἀκουόντως
ἀκούρευτος
ἄκουρος
ἀκουσείω
ἀκουσία
ἀκουσιάζομαι
ἀκουσίθεος
Ἀκουσίλαος
ἀκούσιμος
ἄκουσις
ἄκουσμα
ἀκουσματικός
View word page
ἀκούρευτος
unshaven, unshorn

ShortDef

unshaven, unshorn

Debugging

Headword:
ἀκούρευτος
Headword (normalized):
ἀκούρευτος
Headword (normalized/stripped):
ακουρευτος
IDX:
2967
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2968
Key:

Data

{'content': 'unshaven, unshorn'}