Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐναποσπάω
ἐναποστάζω
ἐναποστέγω
ἐναποστηρίζομαι
ἐναποσφάττομαι
ἐναποσφραγίζω
ἐναποτελέω
ἐναποτέμνω
ἐναποτήκω
ἐναποτίθεμαι
ἐναποτίκτω
ἐναποτιμάω
ἐναποτίνω
ἐναποτυπόομαι
ἐναποφέρω
ἐναποχράομαι
ἐναπόχρησις
ἐναποψάω
ἐναποψύχω
ἐνάπτω
ἔναρα
View word page
ἐναποτίκτω
produce in
ShortDef
produce in
Debugging
Headword:
ἐναποτίκτω
Headword (normalized):
ἐναποτίκτω
Headword (normalized/stripped):
εναποτικτω
IDX:
29678
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29679
Key:
Data
{'content': 'produce in'}