Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐναποσκηπτικός
ἐναποσκήπτω
ἐναπόσκηψις
ἐναποσπάω
ἐναποστάζω
ἐναποστέγω
ἐναποστηρίζομαι
ἐναποσφάττομαι
ἐναποσφραγίζω
ἐναποτελέω
ἐναποτέμνω
ἐναποτήκω
ἐναποτίθεμαι
ἐναποτίκτω
ἐναποτιμάω
ἐναποτίνω
ἐναποτυπόομαι
ἐναποφέρω
ἐναποχράομαι
ἐναπόχρησις
ἐναποψάω
View word page
ἐναποτέμνω
to be cut off in

ShortDef

to be cut off in

Debugging

Headword:
ἐναποτέμνω
Headword (normalized):
ἐναποτέμνω
Headword (normalized/stripped):
εναποτεμνω
IDX:
29675
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29676
Key:

Data

{'content': 'to be cut off in'}