Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐναποπτύω
ἐναπορέω
ἐναπορρίπτω
ἐναποσβέννυμι
ἐναποσημαίνω
ἐναποσκηπτικός
ἐναποσκήπτω
ἐναπόσκηψις
ἐναποσπάω
ἐναποστάζω
ἐναποστέγω
ἐναποστηρίζομαι
ἐναποσφάττομαι
ἐναποσφραγίζω
ἐναποτελέω
ἐναποτέμνω
ἐναποτήκω
ἐναποτίθεμαι
ἐναποτίκτω
ἐναποτιμάω
ἐναποτίνω
View word page
ἐναποστέγω
keep in

ShortDef

keep in

Debugging

Headword:
ἐναποστέγω
Headword (normalized):
ἐναποστέγω
Headword (normalized/stripped):
εναποστεγω
IDX:
29670
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29671
Key:

Data

{'content': 'keep in'}