Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐναποπνίγω
ἐναποπτύω
ἐναπορέω
ἐναπορρίπτω
ἐναποσβέννυμι
ἐναποσημαίνω
ἐναποσκηπτικός
ἐναποσκήπτω
ἐναπόσκηψις
ἐναποσπάω
ἐναποστάζω
ἐναποστέγω
ἐναποστηρίζομαι
ἐναποσφάττομαι
ἐναποσφραγίζω
ἐναποτελέω
ἐναποτέμνω
ἐναποτήκω
ἐναποτίθεμαι
ἐναποτίκτω
ἐναποτιμάω
View word page
ἐναποστάζω
drip with

ShortDef

drip with

Debugging

Headword:
ἐναποστάζω
Headword (normalized):
ἐναποστάζω
Headword (normalized/stripped):
εναποσταζω
IDX:
29669
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29670
Key:

Data

{'content': 'drip with'}