Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐναπονίζω
ἐναποπατέω
ἐναποπλύνω
ἐναποπνέω
ἐναποπνίγω
ἐναποπτύω
ἐναπορέω
ἐναπορρίπτω
ἐναποσβέννυμι
ἐναποσημαίνω
ἐναποσκηπτικός
ἐναποσκήπτω
ἐναπόσκηψις
ἐναποσπάω
ἐναποστάζω
ἐναποστέγω
ἐναποστηρίζομαι
ἐναποσφάττομαι
ἐναποσφραγίζω
ἐναποτελέω
ἐναποτέμνω
View word page
ἐναποσκηπτικός
supervening

ShortDef

supervening

Debugging

Headword:
ἐναποσκηπτικός
Headword (normalized):
ἐναποσκηπτικός
Headword (normalized/stripped):
εναποσκηπτικος
IDX:
29665
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29666
Key:

Data

{'content': 'supervening'}