Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐναπόμορξις
ἐναπομύττομαι
ἐναπονέμω
ἐναπονίζω
ἐναποπατέω
ἐναποπλύνω
ἐναποπνέω
ἐναποπνίγω
ἐναποπτύω
ἐναπορέω
ἐναπορρίπτω
ἐναποσβέννυμι
ἐναποσημαίνω
ἐναποσκηπτικός
ἐναποσκήπτω
ἐναπόσκηψις
ἐναποσπάω
ἐναποστάζω
ἐναποστέγω
ἐναποστηρίζομαι
ἐναποσφάττομαι
View word page
ἐναπορρίπτω
throw aside
ShortDef
throw aside
Debugging
Headword:
ἐναπορρίπτω
Headword (normalized):
ἐναπορρίπτω
Headword (normalized/stripped):
εναπορριπτω
IDX:
29662
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29663
Key:
Data
{'content': 'throw aside'}