Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐναπομόργνυμι
ἐναπόμορξις
ἐναπομύττομαι
ἐναπονέμω
ἐναπονίζω
ἐναποπατέω
ἐναποπλύνω
ἐναποπνέω
ἐναποπνίγω
ἐναποπτύω
ἐναπορέω
ἐναπορρίπτω
ἐναποσβέννυμι
ἐναποσημαίνω
ἐναποσκηπτικός
ἐναποσκήπτω
ἐναπόσκηψις
ἐναποσπάω
ἐναποστάζω
ἐναποστέγω
ἐναποστηρίζομαι
View word page
ἐναπορέω
to be in doubt

ShortDef

to be in doubt

Debugging

Headword:
ἐναπορέω
Headword (normalized):
ἐναπορέω
Headword (normalized/stripped):
εναπορεω
IDX:
29661
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29662
Key:

Data

{'content': 'to be in doubt'}