Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐναπομάσσω
ἐναπόμειξις
ἐναπομεμαγμένως
ἐναπομένω
ἐναπομόργνυμι
ἐναπόμορξις
ἐναπομύττομαι
ἐναπονέμω
ἐναπονίζω
ἐναποπατέω
ἐναποπλύνω
ἐναποπνέω
ἐναποπνίγω
ἐναποπτύω
ἐναπορέω
ἐναπορρίπτω
ἐναποσβέννυμι
ἐναποσημαίνω
ἐναποσκηπτικός
ἐναποσκήπτω
ἐναπόσκηψις
View word page
ἐναποπλύνω
wash away in

ShortDef

wash away in

Debugging

Headword:
ἐναποπλύνω
Headword (normalized):
ἐναποπλύνω
Headword (normalized/stripped):
εναποπλυνω
IDX:
29657
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29658
Key:

Data

{'content': 'wash away in'}