Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐναπόμαγμα
ἐναπομαραίνομαι
ἐναπομάσσω
ἐναπόμειξις
ἐναπομεμαγμένως
ἐναπομένω
ἐναπομόργνυμι
ἐναπόμορξις
ἐναπομύττομαι
ἐναπονέμω
ἐναπονίζω
ἐναποπατέω
ἐναποπλύνω
ἐναποπνέω
ἐναποπνίγω
ἐναποπτύω
ἐναπορέω
ἐναπορρίπτω
ἐναποσβέννυμι
ἐναποσημαίνω
ἐναποσκηπτικός
View word page
ἐναπονίζω
to wash clean in
ShortDef
to wash clean in
Debugging
Headword:
ἐναπονίζω
Headword (normalized):
ἐναπονίζω
Headword (normalized/stripped):
εναπονιζω
IDX:
29655
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29656
Key:
Data
{'content': 'to wash clean in'}