Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐναπολύω
ἐναπόμαγμα
ἐναπομαραίνομαι
ἐναπομάσσω
ἐναπόμειξις
ἐναπομεμαγμένως
ἐναπομένω
ἐναπομόργνυμι
ἐναπόμορξις
ἐναπομύττομαι
ἐναπονέμω
ἐναπονίζω
ἐναποπατέω
ἐναποπλύνω
ἐναποπνέω
ἐναποπνίγω
ἐναποπτύω
ἐναπορέω
ἐναπορρίπτω
ἐναποσβέννυμι
ἐναποσημαίνω
View word page
ἐναπονέμω
allot, assess
ShortDef
allot, assess
Debugging
Headword:
ἐναπονέμω
Headword (normalized):
ἐναπονέμω
Headword (normalized/stripped):
εναπονεμω
IDX:
29654
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29655
Key:
Data
{'content': 'allot, assess'}