Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐναπολούομαι
ἐναπολύω
ἐναπόμαγμα
ἐναπομαραίνομαι
ἐναπομάσσω
ἐναπόμειξις
ἐναπομεμαγμένως
ἐναπομένω
ἐναπομόργνυμι
ἐναπόμορξις
ἐναπομύττομαι
ἐναπονέμω
ἐναπονίζω
ἐναποπατέω
ἐναποπλύνω
ἐναποπνέω
ἐναποπνίγω
ἐναποπτύω
ἐναπορέω
ἐναπορρίπτω
ἐναποσβέννυμι
View word page
ἐναπομύττομαι
blow the nose upon

ShortDef

blow the nose upon

Debugging

Headword:
ἐναπομύττομαι
Headword (normalized):
ἐναπομύττομαι
Headword (normalized/stripped):
εναπομυττομαι
IDX:
29653
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29654
Key:

Data

{'content': 'blow the nose upon'}