Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐναπολογίζομαι
ἐναπολούομαι
ἐναπολύω
ἐναπόμαγμα
ἐναπομαραίνομαι
ἐναπομάσσω
ἐναπόμειξις
ἐναπομεμαγμένως
ἐναπομένω
ἐναπομόργνυμι
ἐναπόμορξις
ἐναπομύττομαι
ἐναπονέμω
ἐναπονίζω
ἐναποπατέω
ἐναποπλύνω
ἐναποπνέω
ἐναποπνίγω
ἐναποπτύω
ἐναπορέω
ἐναπορρίπτω
View word page
ἐναπόμορξις
imbuing
ShortDef
imbuing
Debugging
Headword:
ἐναπόμορξις
Headword (normalized):
ἐναπόμορξις
Headword (normalized/stripped):
εναπομορξις
IDX:
29652
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29653
Key:
Data
{'content': 'imbuing'}