Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐναπολογέομαι
ἐναπολογίζομαι
ἐναπολούομαι
ἐναπολύω
ἐναπόμαγμα
ἐναπομαραίνομαι
ἐναπομάσσω
ἐναπόμειξις
ἐναπομεμαγμένως
ἐναπομένω
ἐναπομόργνυμι
ἐναπόμορξις
ἐναπομύττομαι
ἐναπονέμω
ἐναπονίζω
ἐναποπατέω
ἐναποπλύνω
ἐναποπνέω
ἐναποπνίγω
ἐναποπτύω
ἐναπορέω
View word page
ἐναπομόργνυμι
wipe off upon, impart

ShortDef

wipe off upon, impart

Debugging

Headword:
ἐναπομόργνυμι
Headword (normalized):
ἐναπομόργνυμι
Headword (normalized/stripped):
εναπομοργνυμι
IDX:
29651
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29652
Key:

Data

{'content': 'wipe off upon, impart'}