Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐναπόλλυμαι
ἐναπολογέομαι
ἐναπολογίζομαι
ἐναπολούομαι
ἐναπολύω
ἐναπόμαγμα
ἐναπομαραίνομαι
ἐναπομάσσω
ἐναπόμειξις
ἐναπομεμαγμένως
ἐναπομένω
ἐναπομόργνυμι
ἐναπόμορξις
ἐναπομύττομαι
ἐναπονέμω
ἐναπονίζω
ἐναποπατέω
ἐναποπλύνω
ἐναποπνέω
ἐναποπνίγω
ἐναποπτύω
View word page
ἐναπομένω
remain in
ShortDef
remain in
Debugging
Headword:
ἐναπομένω
Headword (normalized):
ἐναπομένω
Headword (normalized/stripped):
εναπομενω
IDX:
29650
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29651
Key:
Data
{'content': 'remain in'}