Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐναπόληψις
ἐναπόλλυμαι
ἐναπολογέομαι
ἐναπολογίζομαι
ἐναπολούομαι
ἐναπολύω
ἐναπόμαγμα
ἐναπομαραίνομαι
ἐναπομάσσω
ἐναπόμειξις
ἐναπομεμαγμένως
ἐναπομένω
ἐναπομόργνυμι
ἐναπόμορξις
ἐναπομύττομαι
ἐναπονέμω
ἐναπονίζω
ἐναποπατέω
ἐναποπλύνω
ἐναποπνέω
ἐναποπνίγω
View word page
ἐναπομεμαγμένως
by a distinct impression

ShortDef

by a distinct impression

Debugging

Headword:
ἐναπομεμαγμένως
Headword (normalized):
ἐναπομεμαγμένως
Headword (normalized/stripped):
εναπομεμαγμενως
IDX:
29649
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29650
Key:

Data

{'content': 'by a distinct impression'}