Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐναπολαύω
ἐναπολείπω
ἐναπόλειψις
ἐναπόληψις
ἐναπόλλυμαι
ἐναπολογέομαι
ἐναπολογίζομαι
ἐναπολούομαι
ἐναπολύω
ἐναπόμαγμα
ἐναπομαραίνομαι
ἐναπομάσσω
ἐναπόμειξις
ἐναπομεμαγμένως
ἐναπομένω
ἐναπομόργνυμι
ἐναπόμορξις
ἐναπομύττομαι
ἐναπονέμω
ἐναπονίζω
ἐναποπατέω
View word page
ἐναπομαραίνομαι
wither on

ShortDef

wither on

Debugging

Headword:
ἐναπομαραίνομαι
Headword (normalized):
ἐναπομαραίνομαι
Headword (normalized/stripped):
εναπομαραινομαι
IDX:
29646
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29647
Key:

Data

{'content': 'wither on'}