Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐναπολαμβάνω
ἐναπολαύω
ἐναπολείπω
ἐναπόλειψις
ἐναπόληψις
ἐναπόλλυμαι
ἐναπολογέομαι
ἐναπολογίζομαι
ἐναπολούομαι
ἐναπολύω
ἐναπόμαγμα
ἐναπομαραίνομαι
ἐναπομάσσω
ἐναπόμειξις
ἐναπομεμαγμένως
ἐναπομένω
ἐναπομόργνυμι
ἐναπόμορξις
ἐναπομύττομαι
ἐναπονέμω
ἐναπονίζω
View word page
ἐναπόμαγμα
impression, image

ShortDef

impression, image

Debugging

Headword:
ἐναπόμαγμα
Headword (normalized):
ἐναπόμαγμα
Headword (normalized/stripped):
εναπομαγμα
IDX:
29645
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29646
Key:

Data

{'content': 'impression, image'}