Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐναποκυβεύω
ἐναπολαμβάνω
ἐναπολαύω
ἐναπολείπω
ἐναπόλειψις
ἐναπόληψις
ἐναπόλλυμαι
ἐναπολογέομαι
ἐναπολογίζομαι
ἐναπολούομαι
ἐναπολύω
ἐναπόμαγμα
ἐναπομαραίνομαι
ἐναπομάσσω
ἐναπόμειξις
ἐναπομεμαγμένως
ἐναπομένω
ἐναπομόργνυμι
ἐναπόμορξις
ἐναπομύττομαι
ἐναπονέμω
View word page
ἐναπολύω
acquit
ShortDef
acquit
Debugging
Headword:
ἐναπολύω
Headword (normalized):
ἐναπολύω
Headword (normalized/stripped):
εναπολυω
IDX:
29644
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29645
Key:
Data
{'content': 'acquit'}