Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐναποκλίνω
ἐναποκλύζω
ἐναποκρύπτω
ἐναποκυβεύω
ἐναπολαμβάνω
ἐναπολαύω
ἐναπολείπω
ἐναπόλειψις
ἐναπόληψις
ἐναπόλλυμαι
ἐναπολογέομαι
ἐναπολογίζομαι
ἐναπολούομαι
ἐναπολύω
ἐναπόμαγμα
ἐναπομαραίνομαι
ἐναπομάσσω
ἐναπόμειξις
ἐναπομεμαγμένως
ἐναπομένω
ἐναπομόργνυμι
View word page
ἐναπολογέομαι
to defend oneself in

ShortDef

to defend oneself in

Debugging

Headword:
ἐναπολογέομαι
Headword (normalized):
ἐναπολογέομαι
Headword (normalized/stripped):
εναπολογεομαι
IDX:
29641
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29642
Key:

Data

{'content': 'to defend oneself in'}