Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐναποκινδυνεύω
ἐναποκίχραμαι
ἐναποκλάω
ἐναποκλείω
ἐναποκλίνω
ἐναποκλύζω
ἐναποκρύπτω
ἐναποκυβεύω
ἐναπολαμβάνω
ἐναπολαύω
ἐναπολείπω
ἐναπόλειψις
ἐναπόληψις
ἐναπόλλυμαι
ἐναπολογέομαι
ἐναπολογίζομαι
ἐναπολούομαι
ἐναπολύω
ἐναπόμαγμα
ἐναπομαραίνομαι
ἐναπομάσσω
View word page
ἐναπολείπω
leave behind in

ShortDef

leave behind in

Debugging

Headword:
ἐναπολείπω
Headword (normalized):
ἐναπολείπω
Headword (normalized/stripped):
εναπολειπω
IDX:
29637
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29638
Key:

Data

{'content': 'leave behind in'}