Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐναπόκειμαι
ἐναποκινδυνεύω
ἐναποκίχραμαι
ἐναποκλάω
ἐναποκλείω
ἐναποκλίνω
ἐναποκλύζω
ἐναποκρύπτω
ἐναποκυβεύω
ἐναπολαμβάνω
ἐναπολαύω
ἐναπολείπω
ἐναπόλειψις
ἐναπόληψις
ἐναπόλλυμαι
ἐναπολογέομαι
ἐναπολογίζομαι
ἐναπολούομαι
ἐναπολύω
ἐναπόμαγμα
ἐναπομαραίνομαι
View word page
ἐναπολαύω
enjoy
ShortDef
enjoy
Debugging
Headword:
ἐναπολαύω
Headword (normalized):
ἐναπολαύω
Headword (normalized/stripped):
εναπολαυω
IDX:
29636
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29637
Key:
Data
{'content': 'enjoy'}