Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐναποκάμνω
ἐναπόκειμαι
ἐναποκινδυνεύω
ἐναποκίχραμαι
ἐναποκλάω
ἐναποκλείω
ἐναποκλίνω
ἐναποκλύζω
ἐναποκρύπτω
ἐναποκυβεύω
ἐναπολαμβάνω
ἐναπολαύω
ἐναπολείπω
ἐναπόλειψις
ἐναπόληψις
ἐναπόλλυμαι
ἐναπολογέομαι
ἐναπολογίζομαι
ἐναπολούομαι
ἐναπολύω
ἐναπόμαγμα
View word page
ἐναπολαμβάνω
cut off and enclose, intercept

ShortDef

cut off and enclose, intercept

Debugging

Headword:
ἐναπολαμβάνω
Headword (normalized):
ἐναπολαμβάνω
Headword (normalized/stripped):
εναπολαμβανω
IDX:
29635
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29636
Key:

Data

{'content': 'cut off and enclose, intercept'}