Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐναποθραύω
ἐναποικοδομέω
ἐναποκάμνω
ἐναπόκειμαι
ἐναποκινδυνεύω
ἐναποκίχραμαι
ἐναποκλάω
ἐναποκλείω
ἐναποκλίνω
ἐναποκλύζω
ἐναποκρύπτω
ἐναποκυβεύω
ἐναπολαμβάνω
ἐναπολαύω
ἐναπολείπω
ἐναπόλειψις
ἐναπόληψις
ἐναπόλλυμαι
ἐναπολογέομαι
ἐναπολογίζομαι
ἐναπολούομαι
View word page
ἐναποκρύπτω
conceal
ShortDef
conceal
Debugging
Headword:
ἐναποκρύπτω
Headword (normalized):
ἐναποκρύπτω
Headword (normalized/stripped):
εναποκρυπτω
IDX:
29633
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29634
Key:
Data
{'content': 'conceal'}