Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐναποθησαυρίζω
ἐναποθλίβω
ἐναποθνῄσκω
ἐναποθραύω
ἐναποικοδομέω
ἐναποκάμνω
ἐναπόκειμαι
ἐναποκινδυνεύω
ἐναποκίχραμαι
ἐναποκλάω
ἐναποκλείω
ἐναποκλίνω
ἐναποκλύζω
ἐναποκρύπτω
ἐναποκυβεύω
ἐναπολαμβάνω
ἐναπολαύω
ἐναπολείπω
ἐναπόλειψις
ἐναπόληψις
ἐναπόλλυμαι
View word page
ἐναποκλείω
enclose in
ShortDef
enclose in
Debugging
Headword:
ἐναποκλείω
Headword (normalized):
ἐναποκλείω
Headword (normalized/stripped):
εναποκλειω
IDX:
29630
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29631
Key:
Data
{'content': 'enclose in'}