Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐναπογεννάω
ἐναπογράφομαι
ἐναπόγραφος
ἐναποδείκνυμαι
ἐναποδείκτως
ἐναποδέω
ἐναποδύομαι
ἐναποζέννυμι
ἐναπόθεσις
ἐναποθησαυρίζω
ἐναποθλίβω
ἐναποθνῄσκω
ἐναποθραύω
ἐναποικοδομέω
ἐναποκάμνω
ἐναπόκειμαι
ἐναποκινδυνεύω
ἐναποκίχραμαι
ἐναποκλάω
ἐναποκλείω
ἐναποκλίνω
View word page
ἐναποθλίβω
squeeze in

ShortDef

squeeze in

Debugging

Headword:
ἐναποθλίβω
Headword (normalized):
ἐναποθλίβω
Headword (normalized/stripped):
εναποθλιβω
IDX:
29621
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29622
Key:

Data

{'content': 'squeeze in'}