Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐναποβάπτω
ἐναποβλέπω
ἐναποβρέχω
ἐναπογεννάω
ἐναπογράφομαι
ἐναπόγραφος
ἐναποδείκνυμαι
ἐναποδείκτως
ἐναποδέω
ἐναποδύομαι
ἐναποζέννυμι
ἐναπόθεσις
ἐναποθησαυρίζω
ἐναποθλίβω
ἐναποθνῄσκω
ἐναποθραύω
ἐναποικοδομέω
ἐναποκάμνω
ἐναπόκειμαι
ἐναποκινδυνεύω
ἐναποκίχραμαι
View word page
ἐναποζέννυμι
boil in
ShortDef
boil in
Debugging
Headword:
ἐναποζέννυμι
Headword (normalized):
ἐναποζέννυμι
Headword (normalized/stripped):
εναποζεννυμι
IDX:
29618
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29619
Key:
Data
{'content': 'boil in'}