Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνάπλωσις
ἐναποβάπτω
ἐναποβλέπω
ἐναποβρέχω
ἐναπογεννάω
ἐναπογράφομαι
ἐναπόγραφος
ἐναποδείκνυμαι
ἐναποδείκτως
ἐναποδέω
ἐναποδύομαι
ἐναποζέννυμι
ἐναπόθεσις
ἐναποθησαυρίζω
ἐναποθλίβω
ἐναποθνῄσκω
ἐναποθραύω
ἐναποικοδομέω
ἐναποκάμνω
ἐναπόκειμαι
ἐναποκινδυνεύω
View word page
ἐναποδύομαι
strip in

ShortDef

strip in

Debugging

Headword:
ἐναποδύομαι
Headword (normalized):
ἐναποδύομαι
Headword (normalized/stripped):
εναποδυομαι
IDX:
29617
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29618
Key:

Data

{'content': 'strip in'}