Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐναπεσφραγισμένως
ἐναπηχέω
ἐνάπλωσις
ἐναποβάπτω
ἐναποβλέπω
ἐναποβρέχω
ἐναπογεννάω
ἐναπογράφομαι
ἐναπόγραφος
ἐναποδείκνυμαι
ἐναποδείκτως
ἐναποδέω
ἐναποδύομαι
ἐναποζέννυμι
ἐναπόθεσις
ἐναποθησαυρίζω
ἐναποθλίβω
ἐναποθνῄσκω
ἐναποθραύω
ἐναποικοδομέω
ἐναποκάμνω
View word page
ἐναποδείκτως
demonstrably
ShortDef
demonstrably
Debugging
Headword:
ἐναποδείκτως
Headword (normalized):
ἐναποδείκτως
Headword (normalized/stripped):
εναποδεικτως
IDX:
29615
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29616
Key:
Data
{'content': 'demonstrably'}